- καταγγελία
- Όρος που συνηθίζεται περισσότερο στην καθημερινή γλώσσα παρά στη νομική ορολογία και αναφέρεται στη γνωστοποίηση στις αρμόδιες αστυνομικές ή εισαγγελικές αρχές, θεληματικά ή σύμφωνα με υποχρεωτικό από τον νόμο καθήκον, της διάπραξης ενός αξιόποινου αδικήματος που διώκεται αυτεπαγγέλτως. Προαιρετική είναι κατά κανόνα η κ. ή αναγγελία κατά την ορολογία του Ποινικού Κώδικα για τους ιδιώτες, εκτός αν πρόκειται για ορισμένα αδικήματα κατά του κράτους (εσχάτη προδοσία) ή για κακούργημα του οποίου μελετάται ή έχει αρχίσει η διάπραξη. Στην περίπτωση αυτή ο ιδιώτης που παρέλειψε να το αναγγείλει τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών, ανεξάρτητα αν ο δράστης τιμωρηθεί ή όχι. Η παράλειψη αυτή μένει ατιμώρητη, μόνο αν η αναγγελία στην αρχή αφορά πρόσωπο οικείο εκείνου που την παρέλειψε. Υποχρεωτική είναι, αντίθετα, η κ. για τα όργανα δίωξης και καταστολής του εγκλήματος και για δημόσιους υπάλληλους, οι οποίοι έχουν ανακριτικά καθήκοντα (κυρίως αστυνομικούς). Οι άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν την υποχρέωση αυτή, μόνο αν η αξιόποινη πράξη υπέπεσε στην αντίληψή τους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους (για παράδειγμα, ο οικονομικός έφορος διαπιστώνει ποινικά ελέγξιμη φοροδιαφυγή ή πλαστογραφία τιμολογίων) καθώς και σε άλλες ειδικότερες περιπτώσεις (αναγγελία επιδημίας από γιατρούς κλπ.).
Ο όρος κ. χρησιμοποιείται σήμερα κυρίως στο ιδιωτικό δίκαιο και σημαίνει γενικά τη δήλωση μονομερούς ρήξης της σύμβασης για ορισμένους λόγους που προβλέπονται από τον νόμο. Κ. επιτρέπεται, για παράδειγμα, για μη παραχώρηση της χρήσης ή για πραγματικά ή νομικά ελαττώματα του μισθίου, με αποτέλεσμα την άρση της σχέσης μίσθωσης για τον επόμενο χρόνο. Για τη λύση της σύμβασης εργασίας προβλέπονται δύο είδη κ.: η τακτική και η έκτακτη. Με τακτική (αναιτιολόγητη) κ. λύεται η σύμβαση αόριστης διάρκειας. Με έκτακτη (αιτιολογημένη) κ. λύεται τόσο η σύμβαση αόριστης διάρκειας όσο και η σύμβαση ορισμένου χρόνου. Προκειμένου η έκτακτη κ. να είναι αιτιολογημένη, πρέπει να υφίσταται σπουδαίος λόγος. Κ. επίσης προβλέπεται σε περιπτώσεις μίσθωσης έργου, εντολής εταιρείας εξαιτίας παραβάσεων υποχρεώσεων κ.ά.
* * *η (AM καταγγελία) [καταγγέλλω]κατηγορίανεοελλ.1. ειδοποίηση για παράνομη ενέργεια η οποία απευθύνεται σε αρμόδια αρχή2. φρ. «καταγγελία συνθήκης» ή «καταγγελία σύμβασης» — ειδοποίηση τού ενός από τους συμβαλλομένους προς τον άλλο ότι επιθυμεί τη λήξη ή τη διακοπή τής συνθήκης ή τής σύμβασηςμσν.-αρχ.η αναγγελία, η γνωστοποίηση («τῇ καταγγελίᾳ τοῡ Φιλίππου πολέμου τὴν πόλιν προὔδοσαν», Λουκιαν.)αρχ.απόφαση, ψήφισμα.
Dictionary of Greek. 2013.